αντίστροφος

αντίστροφος
(Μαθημ.).Έστω α ένας, διαφορετικός από τον 0, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός. Είναι γνωστό τότε ότι υπάρχει ακριβώς ένας β, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός με: β·α = α·β = 1. O β ονομάζεται ο α. του α και συμβολίζεται είτε με α-1 (διαβάζεται: α εις την -1) είτε με (διαβάζεται: 1 διά α). Αν G είναι μία ομάδα που με την πράξη της χαρακτηρίζεται πολλαπλασιασμός, τότε κάθε στοιχείο α από το G έχει ακριβώς ένα αντίστροφο στοιχείο μέσα στο G, δηλαδή ένα στοιχείο β με β·α = α·β = e, όπου e η μονάδα της ομάδας G. Το β συμβολίζεται με α-1. Μια αλγεβρική εξίσωση ονομάζεται α., εάν (και μόνο εάν) για κάθε ρίζα της ρ ≠ 0 είναι επίσης ρίζα της η .Υπάρχουν δύο τύποι α. εξισώσεων: α) οι συντελεστές των όρων που ισαπέχουν από τους άκρους όρους είναι ίσοι, π.χ.: αx2 + βx + α = 0 (α. εξίσωση 2ου βαθμού), αx3 + βx2 + βx + α = 0 (α. εξίσωση 3ου βαθμού). β) οι συντελεστές των όρων που ισαπέχουν από τους άκρους, είναι αντίθετοι και o βαθμός τους περιττός (δεν υπάρχει μεσαίος όρος), π.χ. αx3 + βx2 – βx – α = 0 (α. 3ου βαθμού), αx5 + βx4 + γx3 – γx2 – βx – α = O (α. 5ου βαθμού). Στην περίπτωση αυτή, μία ρίζα της εξίσωσης είναι η x = 1· η εξίσωση τότε γράφεται πάντοτε με τη μορφή: (x-1)P(x) = 0. Η εξίσωση τότε P(x) = 0 είναι α. του τύπου (α). Οι περιττοβάθμιες εξισώσεις του τύπου α) έχουν πάντοτε ως μία ρίζα τους τη x = -1, συνεπώς κάθε τέτοια εξίσωση γράφεται: (x + 1)Q(x) = 0, ανάγεται συνεπώς στην Q(x) = 0, που είναι άρτιου βαθμού α. Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι κάθε α. εξίσωση περιττού βαθμού ανάγεται σε άλλη α. άρτιου βαθμού, μάλιστα του τύπου (α). Κάθε τέτοια εξίσωση βαθμού έστω 2ν, ανάγεται σε εξίσωση ν βαθμού με τον μετασχηματισμό:
* * *
-η, -ο (Α ἀντίστροφος, -ον)
νεοελλ.
στραμμένος αντίθετα, γυρισμένος ανάποδα
αρχ.
1. ο απέναντι
2. αντίστοιχος, ανάλογος
3. αντίξοος, ανάποδος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντίστροφα
οι αντιστροφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀντίστροφος — turned so as to face one another masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίστροφος — η, ο 1. αντίθετος, ανάποδος: Έδωσε αντίστροφη κίνηση στους τροχούς του αυτοκινήτου. 2. (μαθημ.), «αντίστροφα ποσά», αυτά που όταν το ένα πολλαπλασιαστεί με κάποιον αριθμό, το άλλο διαιρείται με τον ίδιο αριθμό (π.χ. ταχύτητα αυτοκινήτου και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιστρόφως — ἀντίστροφος turned so as to face one another adverbial ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίστροφον — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem acc sg ἀντίστροφος turned so as to face one another neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρόφοις — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρόφου — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρόφους — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρόφων — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστρόφῳ — ἀντίστροφος turned so as to face one another masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίστροφα — ἀντίστροφος turned so as to face one another neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”